αποκόβω — αποκόβω, απέκοψα και απόκοψα βλ. πίν. 7 και πρβλ. αποκόπτω Σημειώσεις: αποκόβω : (με αόριστο απόκοψα) έχει και τη σημασία → (για μητέρα) παύω να θηλάζω το παιδί μου … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκόβω — βλ. αποκόπτω … Dictionary of Greek
ανατέμνω — (Α ἀνατέμνω) κόβω, σχίζω ανθρώπινο σώμα νεοελλ. αποκόβω όργανα από πτώμα για να τα εξετάσω, εκτελώ ανατομικές εργασίες 2. εξετάζω σχολαστικά, αναλύω λεπτομερειακά αρχ. 1 κατακόπτω, ξεσχίζω 2. χαράζω, ανοίγω … Dictionary of Greek
απαράσσω — ἀπαράσσω κ. ττω (Α) [αράσσω ( ττω)] 1. κόβω, αποκόβω 2. χτυπώ ή εξολοθρεύω 3. συντρίβω, συνθλίβω … Dictionary of Greek
απογαλακτίζω — κ. χτίζω (AM ἀπογαλακτίζω) παύω να τρέφω το βρέφος με μητρικό γάλα, το αποκόβω από τον θηλασμό … Dictionary of Greek
αποδιακλασμός — ἀποδιακλασμός, ο (Α) η διανοητική ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δια + κλασμός < κλω (κλάω) «σπάζω, αποκόβω, εξασθενώ»] … Dictionary of Greek
κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… … Dictionary of Greek
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek
παραιρώ — έω, Α [αιρώ] 1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω 2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.) 3. μέσ. παραιροῡμαι, έομαι α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται… … Dictionary of Greek
περιτέμνω — ΝΜΑ και περιτάμνω Α 1. τέμνω γύρω γύρω, κόβω ολόγυρα 2. ενεργώ, κάνω περιτομή αρχ. 1. (σχετικά με αμπέλια) κλαδεύω 2. αποκόβω τα άκρα, ακρωτηριάζω 5. μτφ. αποβάλλω, χάνω («πᾱσαν... περιταμνόμενον σοφίαν», Ευρ.) 6. μέσ. περιτέμνομαι α) προκαλώ… … Dictionary of Greek